Τα τρία ξωτικά παρατήρησαν ότι μόνο σε ένα μέρος της Γης δεν έφταναν τα τραγούδια τους. Σε μία μικρή πόλη. Μικρή σε σχέση με τους δύο κόσμους, των ξωτικών και των ανθρώπων. Πολύ αργότερα έμαθαν πως αυτήν την πόλη οι άνθρωποι την είχαν ονομάσει Αθήνα.
Όλα τα ζώα, όλα τα φυτά, όλοι οι άνθρωποι και όλα τα ξωτικά μπορούσαν να ακούσουν τα τραγούδια εκτός από τους κατοίκους αυτής της περίεργης πόλης. Παραξενεύτηκαν με αυτό το γεγονός! Αποφάσισαν, λοιπόν, να την επισκεφτούν και να βρουν τι φταίει. Για να γίνει αυτό έπρεπε να πάρουν ανθρώπινες μορφές και να απαρνηθούν, για λίγο, τις ξωτικένιες τους δυνάμεις.
Έτσι έγιναν προσωρινά «άνθρωποι» και δώσανε και ονόματα στις ανθρώπινες μορφές τους.
Η Μα (το ξωτικό που έγραφε στίχους).
Η Ευ (το ξωτικό που έγραφε μουσική).
Και ο Κω (το ξωτικό που δημιουργούσε ρυθμούς).
Στην αρχή γέλασαν με τις ανθρώπινες μορφές τους και τα ανθρώπινα ονόματά τους (δεν είχαν καταλάβει ότι τα ονόματα που διάλεξαν δεν είχαν καμία σχέση με τα ονόματα που επιλέγουν οι άνθρωποι). Το είδαν σαν ένα παιχνίδι και χαμογελώντας διακτινιστήκαν. Το ταξίδι τους κράτησε ένα δευτερόλεπτο (γιατί τα ταξίδια ανάμεσα στους δύο κόσμους δεν κρατάνε πολύ) και βρέθηκαν στο κέντρο της Αθήνας. Το γελίο εκεί σταμάτησε και το χαμόγελο έσβησε. Ήταν τόσο ολοφάνερο γιατί σε αυτό το σημείο δεν φτάνουν τα τραγούδια τους!
Πέρα από το ότι ο αέρας εδώ είναι μολυσμένος (η Μα, η Ευ και ο Κω δυσκολεύτηκαν πολύ να συνηθίσουν να αναπνέουν αυτό το γκρίζο πράγμα που, αν είναι ποτέ δυνατόν, οι άνθρωποι ονομάζουν «αέρα»). Πέρα από το ότι η θάλασσα είναι ανύπαρκτη και το πράσινο είναι λιγοστό... Πέρα από τα ατελείωτα αυτοκίνητα, τις πολυκατοικίες, τους θορύβους, τα σκουπίδια... Πέρα από όλα αυτά! Υπήρχε κάτι χειρότερο!
Οι άνθρωποι είχαν ξεχάσει να ακούν...
Περπατούσαν πάνω-κάτω σαν τρελοί, με πρόσωπα κατσουφιασμένα και με σώματα σφιγμένα και παραμορφωμένα από την ένταση και ζούσαν καθένας στον δικό του μικρόκοσμο χωρίς καμία διάθεση για επικοινωνία. Προφανώς δεν είχαν ξεχάσει μόνο να ακούν αλλά και να μιλάνε. Προσοχή: Όχι να γκρινιάζουν, όχι να φωνάζουν, όχι να λένε κάτι περίεργες λέξεις που οι άνθρωποι τις λένε «βρισιές», αλλά να μιλάνε. Απλά να μιλάνε. Είχαν ξεχάσει επίσης να βλέπουν. Δεν είχαν παρατηρήσει καν ότι εμφανίστηκαν τρεις άνθρωποι από το πουθενά!
Η Μα γύρισε και είπε στους φίλους της «Οι καημένοι... Μάλλον είναι όλοι τους εξόριστοι. Ναι, ναι, αυτό θα έγινε θα τους εξόρισαν από τον κόσμο των ανθρώπων. Ή μπορεί να βρισκόμαστε σε καμία πόλη-φυλακή που οι αυτονόητες αισθήσεις είναι απαγορευμένες... Ή μπορεί να τους έριξαν καμία κατάρα! Λες να έκανε τίποτα η νεραϊδοβάσιλισσα μας;»
Ο Κω τη διέκοψε «Δεν νομίζω... Μόνοι τους το έκαναν αυτό στον εαυτό τους...» «Αποκλείεται!» Είπε η Μα. Τότε γύρισαν να δουν και οι δύο την Ευ η οποιά δεν μιλούσε απλά παρατηρούσε. Θα έλεγε κανείς πως ένα δάκρυ ήταν έτοιμο να κυλήσει στο πρόσωπό της. Το πρώτο της ανθρώπινο δάκρυ. Άρχισε να κουνάει τα δάχτυλά της καθώς σκεφτόταν μια καινούρια μελωδία.
Και σε αυτήν την μικρή παύση δημιουργήθηκαν τρεις μικρές ευχές.
«Θα ήθελα να κάνω αυτές τις εικόνες μουσική» σκέφτηκε η Ευ.
«Θα ήθελα να κάνω αυτές τις εικόνες λέξεις»
σκέφτηκε η Μα.
«Θα ήθελα να κάνω αυτές τις εικόνες χτύπους»
σκέφτηκε ο Κω.
Αυτό θα έκαναν.
Θα έμεναν κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, θα τους παρατηρούσαν με προσοχή για όσο καιρό ήταν απαραίτητο και μετά θα έγραφαν τραγούδια ανθρώπινα και με κάποιο τρόπο θα τα μετέφεραν σε αυτούς τους ανθρώπους.
Για αρκετό καιρό η Μα έγραφε ό,τι ήθελε και τα έδινε στην Ευ για να γράψει μελωδίες. Μετά ήρθε και ο Κω να προσθέσει τα δικά του μαγικά στοιχεία.
Πέρασε καιρός. Παρατήρηση ανθρώπων, καταγραφή συμπεριφορών, ανάλυση γεγονότων... και μετά το δημιουργικό κομμάτι έμπνευση, δημιουργία...
Φτιάχτηκαν έτσι κάποια τραγούδια τα οποία κατάλαβαν γρήγορα πως μόνο ένας τρόπος υπήρχε για να τα ακούσουν οι άνθρωποι: Να τα κάνουν μια παράσταση. Να ανέβουν σε μία σκηνή. Γιατί είδαν ότι όταν ανεβαίνει κάποιος σε μια σκηνή όλα σταματάνε και οι άνθρωποι δεν μιλάνε. Οπότε υπάρχει ησυχία για να ακουστούν τα τραγούδια. Έτσι όπως τραγουδούσαν στη σπηλιά τώρα θα τραγουδούσαν στη σκηνή. Η μόνη διαφορά ήταν ότι τώρα θα είχαν ανθρώπους γύρω γύρω πολύ κοντά τους. Τους φαινόταν πολύ παράξενο. Αλλά ήξεραν ότι επειδή οι άνθρωποι δεν ακούν μάλλον για αυτό πρέπει να βρίσκονται τόσο κοντά στη σκηνή. Και ένωσαν τα τραγούδια τους και τα έκαναν μία παράσταση.
Και κάπως έτσι γεννήθηκε το Μπαρ των Ευχών...