Μια φορά κι έναν καιρό ζούσαν δύο ξωτικά πολύ μακρυά το ένα από το άλλο. Το ένα σε ένα ψηλό βουνό και το άλλο σε μια απέραντη θάλασσα. Το ένα έγραφε στίχους και το άλλο έγραφε μουσική. Ένιωθαν πολύ μόνα τους γιατί ο κόσμος των ξωτικών τα είχε εξορίσει. Ήταν πολύ «ιδιαίτερα», όχι καλύτερα ή χειρότερα από τα άλλα, απλά πολύ διαφορετικά κι αυτό τρόμαζε τα υπόλοιπα ξωτικά. Έτσι τα εξόρισαν για να μην τα βλέπουν και να μην τα ακούν.
Τα δύο ξωτικά δεν είχαν γνωριστεί, ούτε είχαν δει το ένα το άλλο, ούτε είχαν ακούσει ποτέ ότι υπάρχουν κι άλλα εξόριστα ξωτικά. Προέρχονταν από διαφορετικές ομάδες ξωτικών οπότε δεν είχε τύχει να συναντηθούν. Μέσα στην απέραντη θλίψη τους συνέχιζαν να γράφουν στίχους και μουσική. Όμως πόσο να αντέξουν οι στίχοι χωρίς την μουσική και η μουσική χωρίς τους στίχους; Γρήγορα μέσα στη δική τους μοναξιά άρχισαν να νιώθουν μοναξιά και οι στίχοι και η μουσική. Τα ξωτικά στενοχωριόντουσαν αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν. Αποφάσισαν λοιπόν να σταματήσουν να γράφουν. Να κάνουν μία παύση. Και να ταξιδέψουν. Γιατί αφού ήταν εξόριστα ήταν ελεύθερα (και αυτό είναι το παράδοξο της εξορίας ότι καμιά φορά εκεί είσαι πιο ελεύθερος από τους ελεύθερους) να πάνε όπου ήθελαν αρκεί να μην ήταν μέσα στα σύνορα του κόσμου των ξωτικών.
Ξεκίνησαν λοιπόν να περπατάνε και να περπατάνε και να περπατάνε... Πέρασαν πολλές δυσκολίες και πολλά εμπόδια, μα εκείνα συνέχιζαν να περπατάνε σαν κάτι πιο βαθύ και πιο μεγάλο να τα οδηγεί. Έμαθαν πολλά στην πορεία, δυνάμωσαν και δεν φοβόντουσαν πια τόσο πολύ. Η μοναξιά τους έγινε όπλο και όχι αδυναμία. Και η θλίψη σιγά σιγά άρχιζε να εξαφανίζεται.
Κάποια στιγμή, από τα διαφορετικά σημεία που βρισκόντουσαν, άκουσαν κάποιους περίεργους θορύβους. Και χωρίς κανένα δισταγμό, τα δύο ξωτικά, κατευθύνθηκαν προς το σημείο από όπου προέρχονταν αυτοί οι πρωτόγονοι ήχοι οι οποίοι άρχιζαν τώρα να ακούγονται πιο ρυθμικοί. Και ξαφνικά βρέθηκαν το ένα απέναντι στο άλλο (και τότε γεννήθηκε ένα κοινό σημείο αφετηρίας). Κοιτάχτηκαν και χωρίς να μιλήσουν έστριψαν το κεφάλι τους και τα δύο μαζί ταυτόχρονα προς την πηγή των ήχων (και τότε γεννήθηκε ένας κοινός στόχος). Είδαν μια μικρή σπηλιά η οποία ήταν πάνω σε ένα μικρό λόφο. Ο λόφος ήταν τόσο κοντά αλλά και τόσο μακρυά. Και έτσι τα δύο ξωτικά είχαν μια μικρή διαδρομή που έπρεπε να διανύσουν προς τον κοινό τους στόχο. Έπρεπε να μάθουν τι υπάρχει σε εκείνη τη σπηλιά. Και έπρεπε να αποφασίσουν αν θα συνεχίσουν μαζί ή το καθένα χωριστά. Υπήρξε μια αρχική αμηχανία γιατί είχαν πολύ καιρό να έχουν κάποιον για παρέα... είχαν συνηθίσει στην μοναχική πορεία τους. Αλλά ήταν μόνο μια στιγμή... Αμέσως σκέφτηκαν πώς δύο είναι καλύτερα από έναν και ακόμα περισσότερο όταν βαδίζεις προς το άγνωστο, σε μονοπάτια που δεν γνωρίζεις (και τότε γεννήθηκε μια κοινή απόφαση). Έκαναν λοιπόν το πρώτο βήμα τους μαζί και συνέχισαν προχωρώντας μπροστά (και τότε γεννήθηκε ένας κοινός δρόμος) .
Πέρασαν καινούρια εμπόδια μέχρι να φτάσουν μα τώρα όλα τους φαίνονταν πιο εύκολα. Έμαθαν έτσι την αξία της συνεργασίας και τι συμβαίνει όταν ενωθούν δύο δυνατές μοναξιές. Άρχισαν να νιώθουν πιο άνετα το ένα δίπλα στο άλλο, να νιώθουν μεγαλύτερη ασφάλεια και εμπιστοσύνη. Θα λέγαμε στη δική μας γλώσσα πώς έγιναν «φίλοι» (αλλά αυτό δεν είναι ακριβώς σωστό γιατί «φιλία» στη γλώσσα των ξωτικών σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο που δεν μεταφράζεται). Και όπως περπατούσαν (σε μια στιγμή ηρεμίας που δεν είχαν να αντιμετωπίσουν κάποιο καινούριο εμπόδιο) το ένα άρχισε να σιγομουρμουράει μία μουσική και το άλλο άρχισε να λέει μερικούς σκόρπιους στίχους. Και χάρηκαν και τα δύο γιατί δεν υπήρχε καθόλου μοναξιά ούτε στις καρδιές τους ούτε στις καινούριες δημιουργίες τους. Στίχοι και μουσική έγιναν ένα. Και ήξεραν πως η παύση της μουσικής τους είχε πια τελειώσει... Και συνέχιζαν να περπατάνε τώρα μαζί, δίπλα δίπλα, τα δύο ξωτικά και μαζί τους να περπατάνε, δίπλα δίπλα, και οι στίχοι με τη μουσική...
Μέχρι που έφτασαν στην σπηλιά. Και σώπασαν. Δειλά δειλά μπήκαν μέσα και αντίκρυσαν ένα τρίτο εξόριστο ξωτικό που χτυπούσε ό,τι έβρισκε γύρω του (πέτρες, κλαδάκια, χώμα, περίεργα φυτά, οτιδήποτε...) δημιουργώντας ρυθμικά χτυπήματα. Το τρίτο ξωτικό μόλις τα είδε σταμάτησε αμέσως. Τα δύο ξωτικά δεν πίστευαν στα μάτια τους! Υπήρχε κι άλλο εξόριστο ξωτικό! Το τρίτο ξωτικό όμως δεν έδειξε καμία έκπληξη, ήταν πολύ ήρεμο, σχεδόν σαν να τα περίμενε να έρθουν... τους χαμογέλασε και τους έκανε νόημα να περάσουν. Και τα τρία κοιτάχτηκαν και κάθισαν σε κύκλο. Και αντί να μιλήσουν στην γλώσσα των ξωτικών (που και τα τρία γνώριζαν καλά πώς είναι ο μόνος τρόπος μιας σωστής και εύκολης επικοινωνίας) έκαναν κάτι άλλο. Το ένα έβαλε τις λέξεις, το άλλο τους ήχους και το τρίτο τη μελωδία.
Και έτσι περίπου φτιάχτηκαν τα τραγούδια τους που απλώθηκαν και έφτασαν μέχρι την πιο μακρινή θάλασσα και μέχρι το πιο ψηλό βουνό... Τα τραγούδια που έφτασαν μέχρι και τον κόσμο των ξωτικών... και πάρα πέρα... μέχρι τον κόσμο των ανθρώπων...
Γιατί ευτυχώς για εμάς η μουσική δεν έχει σύνορα, δεν μπορεί να εξοριστεί, δεν ανήκει σε κανέναν, δεν μπορεί να φυλακιστεί, αντίθετα μπορεί να ταξιδεύει ελεύθερα και πάντα από στόμα σε στόμα, μεταφέρεται με τον άνεμο, με τα πουλιά, με το κύμα της θάλασσας...
Για αυτό να ξέρετε πως όταν καμιά φορά κολυμπάτε στην θάλασσα και νομίζετε πώς κάτι ακούσατε δεν είναι η ιδέα σας. Δεν είναι το κύμα που σας ψιθύριζει... είναι η δική τους μελωδία. Κι αν φτάσετε ποτέ στην κορυφή ενός βουνού δεν είναι ο άνεμος που σας σφυρίζει αλλά τα τραγούδια τριών μικρών εξόριστων ξωτικών που έκαναν την διαφορετικότητα τους μουσική για να θυμάστε...
Πως ακόμα και στην εξορία υπάρχει έμπνευση. Κανείς δεν μπορεί να σου κλέψει αυτό που είσαι και πάντα θα υπάρχουν άλλοι που δεν θα θέλουν να σε δουν και να σε ακούσουν. Αλλά κάπου θα υπάρχουν κι αυτοί που θα τους δέχεσαι όπως είναι και θα σε δέχονται όπως είσαι και που θα μπορείτε να ενώσετε τις αλήθειες σας και να χαράξετε για λίγο ή για πολύ μια κοινή αληθινή πορεία...